- πολυστέναχτος
- πολυστέναχτος, -η, -ο και πολυστεναγμένος, -η, -ο1. αυτός που στενάζει πολύ, που υποφέρει πολλά, βασανισμένος, δύστυχος.2. αυτός που προξενεί στεναγμούς και λύπη.3. τόπος όπου ακούστηκαν πολλοί στεναγμοί: Να γείρω στο κρεβάτι μου το πολυστεναγμένο (δημ. τραγ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.